φωσφοροπενία

φωσφοροπενία
η, Ν
ιατρ. κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός δεν προσλαμβάνει επαρκή ποσότητα φωσφόρου, απαραίτητου για τον μεταβολισμό μεγάλου πλήθους ενώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphorodeficiency].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”